Μαντράς

Μαντράς
Πόλη της Ινδίας. Βλ. λ. Μαδράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ταμίλ Ναντού — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης, στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του Ντεκάν. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στα Α και στα ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Άντρα Πραντές στα Β, Καρνατάκα (πρώην Μυσόρη) στα ΒΔ και Κεράλα στα Δ. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Αττίκ — (Αθήνα 1885 – 1944). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κλέωνα Τριανταφύλλου, συνθέτη ελαφριάς μουσικής, ντιζέρ, στιχουργού και ηθοποιού. Έζησε αρκετά χρόνια στην πόλη Ζαγαζίκ της Αιγύπτου. Μόλις αποφοίτησε από τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της… …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκαλόρ — Πόλη (5.686.844 κάτ.) της νότιας Ινδίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους Καρνατάκα. Βρίσκεται σε ύψος 900 μ. στο οροπέδιο του Ντεκάν, 285 χλμ. προς Δ του Μαντράς. Ιδρύθηκε το 1537 από τον μαχαραγιά της Μυσόρης· κατά το τέλος του 18ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • άγκλισμα — και άγλισμα, το 1. άντληση, λήψη νερού, κρασιού κ.λπ. με την αγκλιά 2. κένωση, άδειασμα (νερού από πηγάδι, κρασιού από βαρέλι κ.λπ.) 3. γεν. καθαρισμός, καθαριότητα (σπιτιού από τις σκόνες, μάντρας από τις κοπριές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ …   Dictionary of Greek

  • άντηρας — κ. άντζηρας, ο 1. πλάκα ή πέτρα που χρησιμοποιείται για την περίφραξη αλωνιού ή μάντρας 2. ανάχωμα ή χαντάκι, όριο μεταξύ δύο αγρών …   Dictionary of Greek

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ανεβάτης — ο 1. αυτός που βρίσκεται καβάλα πάνω σε ζώο, ο αναβάτης 2. η δύσπνοια, το ανέβασμα 3. το μέρος της μάντρας στο οποίο ανεβάζουν τις προβατίνες για άρμεγμα 4. ο ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπορεί να μετακινηθεί η επάνω μυλόπετρα για να βγει το… …   Dictionary of Greek

  • μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • περιμάντρωμα — το, Ν [περιμαντρώνω] η κατασκευή μάντρας γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”